επιβριθης

επιβριθης
    ἐπιβριθής
    ἐπι-βρῑθής
    2
    тяжело или гневно обрушивающийся, грозно тяготеющий
    

(ἐπιβριθεῖς τινι Μοῖραι Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιβριθης" в других словарях:

  • επιβριθής — ἐπιβριθής, ές (Α) αυτός που πέφτει βαρύς πάνω σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βριθής (< βρίθος «βάρος»)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβριθεῖς — ἐπιβρῑθεῖς , ἐπιβριθής falling heavy upon masc/fem acc pl ἐπιβρῑθεῖς , ἐπιβριθής falling heavy upon masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβριθές — ἐπιβρῑθές , ἐπιβριθής falling heavy upon masc/fem voc sg ἐπιβρῑθές , ἐπιβριθής falling heavy upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»